ελλειπής
Смотреть что такое "ελλειπής" в других словарях:
ἐλλείπῃς — ἐλλείπω leave in pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τζόγος — ο, Ν 1. χαρτοπαιξία 2. (κατ επέκτ.) κάθε τυχερό παιχνίδι 3. τεχνολ. ελλειπής εφαρμογή, παίξιμο («ο άξονας έχει λίγο τζόγο με το κουζινέτο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. giuoco, βεν. zogo «παιχνίδι, γύρος») … Dictionary of Greek